- ἐπίπυρον
- ἐπίπῠρον, τό, ([etym.] πῦρ)II. brazier of a censer, IG11.199B16 (Delos, iii B.C.), al., PCair.Zen.13.34 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίπυρον — ἐπίπυρον, τὸ (Α) 1. η εστία τού βωμού πάνω στην οποία θυσίαζαν 2. (επιγρ. και πάπ.) το πύραυνο τού θυμιατηρίου … Dictionary of Greek
ἐπίπυρον — hearth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπύρου — ἐπίπυρον hearth neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπύρῳ — ἐπίπυρον hearth neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)